μυοκέφαλον
Look at other dictionaries:
μυοκέφαλον — μυοκέφαλον, τὸ (Α) βλ. μυιοκέφαλον … Dictionary of Greek
μυιοκέφαλον — και μυοκέφαλον, τὸ (ΑΜ) νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εξέρχεται από τον κερατοειδή χιτώνα σταφυλοειδής φλύκταινα η οποία εξέχει σαν κεφάλι μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + κεφαλή (πρβλ. κυνο κέφαλον)] … Dictionary of Greek